- επίγραφος
- ἐπίγραφος, -ον (Μ)1. αυτός που φέρει επιγραφή ή υπογραφή2. τιτλοφορημένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
ψευδεπίγραφος — η, ο / ψευδεπίγραφος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για κείμενα) αυτός που ψευδώς αποδίδεται σε έναν συγγραφέα, που θεωρείται έργο του χωρίς να είναι, νόθος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψευδεπίγραφα εκκλ. (στην Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία)… … Dictionary of Greek